ξεσπάζω

ξεσπάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεσπάζω" в других словарях:

  • ξεσπάζω — και ξεσπάνω βλ. ξεσπώ …   Dictionary of Greek

  • ξεσπάζω — βλ. ξεσπώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσπώ — άω και ξεσπάζω και ξεσπάνω 1. (ιδίως για υγρό) σπάζω το εμπόδιο που μέ συγκρατεί και χύνομαι με ορμή 2. μτφ. εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου με βίαιο ή απότομο τρόπο, εκδηλώνομαι ορμητικά, βίαια, ραγδαία 3. ξεθυμαίνω, ικανοποιώ την οργή μου («θα… …   Dictionary of Greek

  • ξεσπώ — και ξεσπάζω και ξεσπάνω ξέσπασα 1. τρέχω, χύνομαι ορμητικά: Ξέσπασε η κακοκαιρία. 2. εκδηλώνομαι απότομα, ραγδαία, ξεθυμαίνω: Άλλοι του φταίνε και ξεσπά στα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»